- ἐνυπνίῳ
- ἐνύπνιονthing seen in sleepneut dat sgἐνύπνιοςin sleepmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνυπνίωι — ἐνυπνίῳ , ἐνύπνιον thing seen in sleep neut dat sg ἐνυπνίῳ , ἐνύπνιος in sleep masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek